ρουφήχτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρουφήχτρα οι ρουφήχτρες
      γενική της ρουφήχτρας
    αιτιατική τη ρουφήχτρα τις ρουφήχτρες
     κλητική ρουφήχτρα ρουφήχτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουφήχτρα < ρουφάω / ρουφώ, θέμα ρουφηκ- (όπως στο ρούφηξα) + -τρα με ανομοίωση τρόπου άρθρωσης [kt] > [xt]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾuˈfi.xtɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐φή‐χτρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουφήχτρα θηλυκό

  1. στρόβιλος, δίνη μέσα σε θάλασσες και ωκεανούς
     συνώνυμα: ρούφουλας
  2. (μεταφορικά) που πίνει πολύ, που μεθάει
     συνώνυμα: πότης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]