ρουφιάνος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουφιάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική ruffiano + -ς [1] < roffia (βρομιά) < παλαιά άνω γερμανική hrŭf
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾuˈfça.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐φιά‐νος
Ουσιαστικό
ρουφιάνος αρσενικό (θηλυκό ρουφιάνα)
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ↑ ρουφιάνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)