ρουχισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρουχισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρουχισμός αρσενικό
- το σύνολο των ενδυμάτων, ο ιματισμός.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρουχισμός
|