ροφός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ροφός | οι | ροφοί |
γενική | του | ροφού | των | ροφών |
αιτιατική | τον | ροφό | τους | ροφούς |
κλητική | ροφέ | ροφοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ροφός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ροφός αρσενικό
- μεγάλο ψάρι (επιστημονική ονομασία Epinephelus marginatus)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- κοιτάζω σαν ροφός : είμαι αποβλακωμένος/αποχαυνωμένος, κοιτάζω σαν χάννος