ρυζοφυτεία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρυζοφυτεία οι ρυζοφυτείες
      γενική της ρυζοφυτείας των ρυζοφυτειών
    αιτιατική τη ρυζοφυτεία τις ρυζοφυτείες
     κλητική ρυζοφυτεία ρυζοφυτείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρυζοφυτεία < ρύζ(ι) + -ο- + φυτεία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾi.zo.fiˈti.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρυ‐ζο‐φυ‐τεί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρυζοφυτεία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις ρύζι και φυτεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.