ρυζόνερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρυζόνερο | τα | ρυζόνερα |
γενική | του | ρυζόνερου | των | ρυζόνερων |
αιτιατική | το | ρυζόνερο | τα | ρυζόνερα |
κλητική | ρυζόνερο | ρυζόνερα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυζόνερο ουδέτερο
- διάλυμα με άμυλο που λαμβάνεται με τη στράγγιση του βρασμένου ρυζιού ή βράζοντας το ρύζι έως ότου να διαλυθεί εντελώς μέσα στο νερό, ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη θεραπεία της διάρροιας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρυζόνερο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυζόνερο