ρυθμολογικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυθμολογικός < ρυθμολόγ(ος) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾi.θmo.lo.ʝiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρυθ‐μο‐λο‐γι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : ρυ‐θμο‐λο‐γι‐κός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυθμολογικός αρσενικό ή θηλυκό
- που σχετίζεται με τη ρυθμολογία ή το ρυθμολόγο ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ρυθμολογία, ρυθμός και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυθμολογικός