ρυπαρογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυπαρογράφος < ελληνιστική κοινή ῥυπαρογράφος < αρχαία ελληνική ῥυπαρός + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυπαρογράφος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ρυπαρογράφημα
- ρυπαρογραφία
- ρυπαρογραφικός
- ρυπαρογραφώ
- → δείτε τις λέξεις ρυπαρός και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυπαρογράφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)