ρυπαρογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυπαρογραφώ < ρυπαρογράφος + -ώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ρυπαρογραφώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρυπαρογραφώ | ρυπαρογραφούσα | θα ρυπαρογραφώ | να ρυπαρογραφώ | ρυπαρογραφώντας | |
β' ενικ. | ρυπαρογραφείς | ρυπαρογραφούσες | θα ρυπαρογραφείς | να ρυπαρογραφείς | (ρυπαρογράφει) | |
γ' ενικ. | ρυπαρογραφεί | ρυπαρογραφούσε | θα ρυπαρογραφεί | να ρυπαρογραφεί | ||
α' πληθ. | ρυπαρογραφούμε | ρυπαρογραφούσαμε | θα ρυπαρογραφούμε | να ρυπαρογραφούμε | ||
β' πληθ. | ρυπαρογραφείτε | ρυπαρογραφούσατε | θα ρυπαρογραφείτε | να ρυπαρογραφείτε | ρυπαρογραφείτε | |
γ' πληθ. | ρυπαρογραφούν(ε) | ρυπαρογραφούσαν(ε) | θα ρυπαρογραφούν(ε) | να ρυπαρογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρυπαρογράφησα | θα ρυπαρογραφήσω | να ρυπαρογραφήσω | ρυπαρογραφήσει | ||
β' ενικ. | ρυπαρογράφησες | θα ρυπαρογραφήσεις | να ρυπαρογραφήσεις | ρυπαρογράφησε | ||
γ' ενικ. | ρυπαρογράφησε | θα ρυπαρογραφήσει | να ρυπαρογραφήσει | |||
α' πληθ. | ρυπαρογραφήσαμε | θα ρυπαρογραφήσουμε | να ρυπαρογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | ρυπαρογραφήσατε | θα ρυπαρογραφήσετε | να ρυπαρογραφήσετε | ρυπαρογραφήστε | ||
γ' πληθ. | ρυπαρογράφησαν ρυπαρογραφήσαν(ε) |
θα ρυπαρογραφήσουν(ε) | να ρυπαρογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρυπαρογραφήσει | είχα ρυπαρογραφήσει | θα έχω ρυπαρογραφήσει | να έχω ρυπαρογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρυπαρογραφήσει | είχες ρυπαρογραφήσει | θα έχεις ρυπαρογραφήσει | να έχεις ρυπαρογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρυπαρογραφήσει | είχε ρυπαρογραφήσει | θα έχει ρυπαρογραφήσει | να έχει ρυπαρογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρυπαρογραφήσει | είχαμε ρυπαρογραφήσει | θα έχουμε ρυπαρογραφήσει | να έχουμε ρυπαρογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρυπαρογραφήσει | είχατε ρυπαρογραφήσει | θα έχετε ρυπαρογραφήσει | να έχετε ρυπαρογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρυπαρογραφήσει | είχαν ρυπαρογραφήσει | θα έχουν ρυπαρογραφήσει | να έχουν ρυπαρογραφήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρυπαρογραφώ
|