Μετάβαση στο περιεχόμενο

ρυτιδώνω

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρυτιδώνω < λείπει η ετυμολογία

ρυτιδώνω

  • δημιουργώ ρυτίδες


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]