ρυτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρυτό | τα | ρυτά |
γενική | του | ρυτού | των | ρυτών |
αιτιατική | το | ρυτό | τα | ρυτά |
κλητική | ρυτό | ρυτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρυτό < αρχαία ελληνική ῥυτόν, ουδέτερο του ῥυτός < ῥέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρυτό ουδέτερο
- (αρχαιολογία) δοχείο για διάφορα υγρά, συνήθως με περίτεχνη διακόσμηση κεφαλής ζώου, που χρησιμοποιόταν για τη φύλαξη και την πόση του υγρού περιεχομένου του καθώς και σε διάφορες τελετουργίες
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ρέω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρυτό στη Βικιπαίδεια