ρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρω < αρχαία ελληνική ῥῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρω ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρω
→ δείτε τη λέξη ρο |