ρωπογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρωπογράφος < ρωπογραφία / ῥῶπος + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρωπογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός που ζωγραφίζει (ή παράγει άλλου είδους αναπαράσταση) καθημερινών σκηνών με ρεαλιστικό τρόπο, που παράγει ρωπογραφίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρωπογράφος
|