ρωσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ρωσικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη Ρωσία
- είναι βαρύς ο ρωσικός χειμώνας