ρωσόφωνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ρωσόφωνος η ρωσόφωνη το ρωσόφωνο
      γενική του ρωσόφωνου της ρωσόφωνης του ρωσόφωνου
    αιτιατική τον ρωσόφωνο τη ρωσόφωνη το ρωσόφωνο
     κλητική ρωσόφωνε ρωσόφωνη ρωσόφωνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ρωσόφωνοι οι ρωσόφωνες τα ρωσόφωνα
      γενική των ρωσόφωνων των ρωσόφωνων των ρωσόφωνων
    αιτιατική τους ρωσόφωνους τις ρωσόφωνες τα ρωσόφωνα
     κλητική ρωσόφωνοι ρωσόφωνες ρωσόφωνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρωσόφωνος < Ρώσ(ος) + -ό- + -φωνος

Επίθετο[επεξεργασία]

ρωσόφωνος, -η, -ο

  • που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα ρωσικά
    Δυτικά του ποταμού Δνείστερου, στη Βεσσαραβία, ο πληθυσμός είναι ρουμανόφωνος ενώ ανατολικά, στην Υπερδνειστερία, ρωσόφωνος και κατά πλειοψηφία σλαβικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]