ρωτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρωτώ < μεσαιωνική ελληνική ρωτώ < αρχαία ελληνική ἐρωτάω / ἐρωτῶ

Ρήμα[επεξεργασία]

ρωτώ (παθητική φωνή: ρωτιέμαι, ερωτούμαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]