ρόνια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρονιά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρόνια < αγγλική run

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόνια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • μονάδα μέτρησης του σκορ στο κρίκετ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]