ρόστο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόστο τα ρόστα
      γενική του ρόστου των ρόστων
    αιτιατική το ρόστο τα ρόστα
     κλητική ρόστο ρόστα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρόστο < ιταλική arrosto

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρόστο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]