ρόστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόστο | τα | ρόστα |
γενική | του | ρόστου | των | ρόστων |
αιτιατική | το | ρόστο | τα | ρόστα |
κλητική | ρόστο | ρόστα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρόστο ουδέτερο
- κομμάτι κρέας μαγειρεμένο ολόκληρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρόστο
|