ρύγχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρύγχος | τα | ρύγχη |
γενική | του | ρύγχους | των | ρυγχών |
αιτιατική | το | ρύγχος | τα | ρύγχη |
κλητική | ρύγχος | ρύγχη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρύγχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύγχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾiŋ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρύγ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ρύγχος ουδέτερο
- (ζωολογία) το εμπρόσθιο τμήμα από το κεφάλι κάποιων ζώων, που προεξέχει και περιλαμβάνει το στόμα και τη μύτη
- (ανατομία) το ακραίο εμπρόσθιο τμήμα ενός οργάνου του σώματος
- η μυτερή άκρη ενός εργαλείου
- (γενικότερα) κάθε μυτερή απόληξη
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)