σάγουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάγουλα | οι | σάγουλες |
γενική | της | σάγουλας | των | σάγουλων |
αιτιατική | τη | σάγουλα | τις | σάγουλες |
κλητική | σάγουλα | σάγουλες | ||
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάγουλα < (άμεσο δάνειο) βενετική sagola
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάγουλα θηλυκό
- (ναυτικός όρος): λεπτό σχετικά σχοινί με το οποίο τυλίγεται το ιστίο (πανί) μετά την αφαίρεσή του από το κατάρτι για φύλαξη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάγουλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αρθρίτιδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)