Μετάβαση στο περιεχόμενο

σάκκος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σάκος

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάκκος οι σάκκοι
      γενική του σάκκου των σάκκων
    αιτιατική τον σάκκο τους σάκκους
     κλητική σάκκε σάκκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάκκος αρσενικό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σάκκος: βλ. σάκος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάκκος οἱ σάκκοι
      γενική τοῦ σάκκου τῶν σάκκων
      δοτική τῷ σάκκ τοῖς σάκκοις
    αιτιατική τὸν σάκκον τοὺς σάκκους
     κλητική ! σάκκε σάκκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάκκω
γεν-δοτ τοῖν  σάκκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σάκκος < δάνειο σημιτικής προέλευσης , πιθανόν φοινικικό[1] Δείτε και σάκκος στο αγγλικό Βικιλεξικό.
(Χρειάζεται επεξήγηση αν είναι παλιότερη άποψη που δεν ισχύει) < (κληρονομημένο) πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tu̯akos (δέρμα / ασπίδα)[2] πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *twenk- (πιέζω) απ' όπου και το ρήμα ή σάττω (οπλίζω / εφοδιάζω)  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σάκκος, -ου αρσενικό  δείτε και το ουδέτερο σάκος

  1. τρίχινο χοντρό ύφασμα
  2. ράσο
  3. σάκος, σακί, τσουβάλι
  4. κόσκινο, στραγγιστήρι
  5. άγρια γενειάδα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. σάκος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Julius Pokorny, Indogermanisches etymologisches Wörterbuch, 1959