σάκκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σάκκος | οι | σάκκοι |
γενική | του | σάκκου | των | σάκκων |
αιτιατική | τον | σάκκο | τους | σάκκους |
κλητική | σάκκε | σάκκοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάκκος < αρχαία ελληνική σάκκος ή σάκος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάκκος αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σάκκος | σάκκω | σάκκοι |
Γενική | σάκκου | σάκκοιν | σάκκων |
Δοτική | σάκκῳ | σάκκοιν | σάκκοις |
Αιτιατική | σάκκον | σάκκω | σάκκους |
Κλητική | σάκκε | σάκκω | σάκκοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάκκος < σημιτική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάκκος αρσενικό