σάλσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάλσα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάλσα θηλυκό
- χορός λατιν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάλσα
|
σάλσα θηλυκό
|