σάντουιτς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

διάφορα σάντουιτς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάντουιτς < αγγλική sandwich (από τον Άγγλο κόμητα του Sandwich, John Montagu)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάντουιτς ουδέτερο άκλιτο

  1. (γαστρονομία) γενική ονομασία για κάθε είδους πρόχειρο φαγητό που είναι φτιαγμένο είτε από δύο φέτες ψωμιού είτε από ένα κομμάτι από ψωμί ή ολόκληρο ψωμάκι ανοιγμένο στη μέση και περιέχει διάφορα συστατικά όπως αλλαντικά, κρέατα, λαχανικά κλπ
  2. (μεταφορικά) κάτι που περιέχεται, και συνήθως έχει συμπιεστεί, ανάμεσα σε δύο ίδια αντικείμενα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]