σάπων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάπων < αρχαία ελληνική σάπων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάπων αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάπων
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | σάπων | σάπωνε | σάπωνες |
Γενική | σάπωνος | σαπώνοιν | σαπώνων |
Δοτική | σάπωνι | σαπώνοιν | σάπωσι(ν) |
Αιτιατική | σάπωνα | σάπωνε | σάπωνας |
Κλητική | σάπων | σάπωνε | σάπωνες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάπων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάπων αρσενικό