σάρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρα οι σάρες
      γενική της σάρας
    αιτιατική τη σάρα τις σάρες
     κλητική σάρα σάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάρα < σαρώνω + (αναδρομικός σχηματισμός) < μεσαιωνική ελληνική σαρώνω < αρχαία ελληνική σαρόω / σαρῶ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάρα θηλυκό

  1. οτιδήποτε θεωρείται άχρηστο και απορριπτέο
  2. (μειωτικό) (ειρωνικό) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή πλήθους ανθρώπων που, συγκεντρωμένοι σ’ έναν τόπο, θορυβούν ή έχουν ετερόκλητη προέλευση (ενδεχομένως ανήκουν στον υπόκοσμο)
     συνώνυμα: όχλος, συνονθύλευμα, συρφετός
  3. απότομη ανηφόρα ή πλαγιά με χαλίκια ή πέτρες, στην οποία δυσκολευόμαστε ν’ ανέβουμε, επειδή γλιστράμε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]