σάρισα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρισα οι σάρισες
      γενική της σάρισας των σαρισών
    αιτιατική τη σάρισα τις σάρισες
     κλητική σάρισα σάρισες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάρισα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάρισα θηλυκό

  • μακρύ κοντάρι με το οποίο ήταν οπλισμένοι οι άντρες της αρχαίας μακεδονικής φάλαγγας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]