σάρκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | σάρκα | σάρκες |
γενική | σάρκας | σαρκών |
αιτιατική | σάρκα | σάρκες |
κλητική | σάρκα | σάρκες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σάρκα < αρχαία ελληνική σάρξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σάρκα θηλυκό
- το μέρος του ανθρώπινου ή ζωϊκού σώματος που αποτελείται από μαλακούς ιστούς, σε αντίθεση με τα οστά
- η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντίθεση με το πνεύμα
- (ειδικότερα) το γενετήσιο ένστικτο
- το μαλακό και βρώσιμο μέρος των φρούτων, σε αντίθεση με το κουκούτσι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σάρκα
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
σάρκα θηλυκό