σάρκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάρκωμα τα σαρκώματα
      γενική του σαρκώματος των σαρκωμάτων
    αιτιατική το σάρκωμα τα σαρκώματα
     κλητική σάρκωμα σαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάρκωμα < σάρξ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάρκωμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) είδος κακοήθους όγκου
  2. (αγιογραφία, ζωγραφική) το ανοικτότερο χρώμα πάνω στον προπλασμό των γυμνών σημείων της εικόνας ή της τοιχογραφίας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]