σάρπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάρπα οι σάρπες
      γενική της σάρπας
    αιτιατική τη σάρπα τις σάρπες
     κλητική σάρπα σάρπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάρπα < (άμεσο δάνειο) ιταλική sciarpa. Συγκρίνετε με το εσάρπα. [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάρπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]