σάρσεν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάρσεν < αγγλική sarsen

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάρσεν ουδέτερο άκλιτο

  1. είδος πυριτιωμένου ασβεστόλιθου συχνά με τη μορφή ογκόλιθου, πυριτιωμένος ογκόλιθος ψαμμίτη του είδους που εμφανίζεται στον "Λιθοστρατογραφικό Σχηματισμό Κιμωλίας της Νότιας Αγγλίας"
  2. οι βράχοι που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή Στόουνχεντζ και σε άλλα προϊστορικά μνημεία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]