σάρωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σάρωση | οι | σαρώσεις |
γενική | της | σάρωσης* | των | σαρώσεων |
αιτιατική | τη | σάρωση | τις | σαρώσεις |
κλητική | σάρωση | σαρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σαρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σάρωση < (ελληνιστική κοινή) σάρωσις < σαρόω (2, 3: (σημασιολογικό δάνειο) (αγγλικά) scan)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σάρωση θηλυκό
- σκούπισμα
- (τεχνολογία) διαδικασία εμφάνισης εικόνας σε οθόνες (υπολογιστών, τηλεοράσεις κ.λπ.)
- (τεχνολογία) διαδικασία ψηφιακής αναπαράστασης και αποθήκευσης εντύπων
- (τεχνολογία) διαδικασία ψηφιακής αναπαράστασης και ελέγχου ενός τρισδιάστατου αντικειμένου για ιατρικούς λόγους, λόγους ασφαλείας και για άλλους σκοπούς
- (τεχνολογία) χρονική στιγμή κατά την οποία αποβάλλονται τα καυσαέρια σε έναν κινητήρα εσωτερικής καύσης και εισέρχεται καθαρός αέρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σαρώνω