σάτυρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάτυρος οι σάτυροι
      γενική του σάτυρου
σατύρου
των σάτυρων
σατύρων
    αιτιατική τον σάτυρο τους σάτυρους
σατύρους
     κλητική σάτυρε σάτυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σάτυρος < αρχαία ελληνική
μάσκα σατύρου

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σάτυρος αρσενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) ακόλουθος του Διονύσου· απεικονίζεται συχνά με πόδια και ουρά τράγου, μυτερά αφτιά και σε στύση
  2. (μεταφορικά) άντρας που δεν ελέγχει τις ορμές του και προσβάλλει σεξουαλικά γυναίκα με χειρονομίες ή άλλες άσεμνες πράξεις

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]