σέμπολας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σέμπολας οι σέμπολες
      γενική του σέμπολα των σεμπόλων
    αιτιατική τον σέμπολα τους σέμπολες
     κλητική σέμπολα σέμπολες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέμπολας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsem.bo.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σέ‐μπο‐λας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέμπολας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 16.