σέντζος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέντζος < λατινική sessus

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέντζος αρσενικό ή σέσσος, σέντζον, σένσος, σέτζος, σένζος

  • (παρωχημένο) θρόνος[1]
  • (παρωχημένο) πέτρινο κάθισμα με πλάτη[2]
  • πεζούλι (στη Νάξο)[3]
    ※  Ο σέντζος του ανωγιού έχει ύψος 0,76 µ και το πάχος του τοίχου στην κορυφή είναι περίπου 0,70 µ. (Αριάδνη Α.Ε., Νάξος, Ανεμόμυλος, Ο Μύλος στον Αη Γιάννη [1])
    ※  Η στιβάς είναι νύν εν χρήσει εν Τήλω , πεζούλλι λεγομένη , έν Κρήτη δε παραπέζoυλλο ( Αρ . Κριάρη , Κρητικά άσματα σ . 235 ) . Εν Aπυράνθη της Νάξου, εις παλαιοτέρους χρόνους , το πεζούλλιον εκαλείτο σέτζος (Επετηρίς, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών, τόμος 12, σελίδα 119, 1936)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • Σέντζος, ο λόφος του Φιλοπάππου / το μνημείο του Φιλοπάππου όπως το αποκαλούσαν κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Sophocles, Evangelinus Apostolides (1983). Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods. Georg Olms Verlag. ISBN 978-3-487-40680-0, σελ. 984
  2. Exemplum Olympicum: Μαρτυρίες του Ιερού Χρυσοστόμου για Ολυμπιακά αθλήματα & συντελεστές (η πυγμαχία, το παγκράτιο, το πένταθλο, οι ιπποδρομίες – αρματοδρομίες, οι κήρυκες, οι θεατές, κριτική των αγώνων), Άϊτα Αικατερίνη, πτυχιακή εργασία στο Παν. Δυτικής Μακεδονίας, Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας, 2016, σελ. 19
  3. Zeitschrift für vergleichende Sprachforschung, τόμοι 89-90, σελ. 251, 1977 «σέντζος has survived in dialectal Modern Greek as σέτζος [ sedzos ] Naxos ( Apyranthos ) 113 ) »

Μεταφράσεις[επεξεργασία]