σέντια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέντια | οι | σέντιες |
γενική | της | σέντιας | — | |
αιτιατική | τη | σέντια | τις | σέντιες |
κλητική | σέντια | σέντιες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σέντια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sedia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σέντια θηλυκό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) φορητό κάθισμα με κουβούκλιο για μεταφορά ανθρώπου, πάνω σε οριζόντιες δοκούς που τους κρατούσαν βαστάζοι
- ※ Οι σέντιες ήταν καθιστά κλειστά φορεία, με παράθυρα, ταπετσαρισμένες με ροζ και θαλασσί ατλάζι, και τοποθετημένες πάνω σε δυο δοκάρια. Ένας βαστάζος από μπρος και ένας από πίσω τη σήκωναν τη σέντια, και η ωραία που πήγαινε στο χορό χαιρετούσε δεξιά-ζερβά σαν την κυρία Πομπαντούρ (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σσ. 36-37)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)