σέντια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέντια οι σέντιες
      γενική της σέντιας
    αιτιατική τη σέντια τις σέντιες
     κλητική σέντια σέντιες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σέντια σε τουρκικό χωριό στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέντια < (άμεσο δάνειο) ιταλική sedia

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέντια θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]