σέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέρα | οι | σέρες |
γενική | της | σέρας | των | (σερών) |
αιτιατική | τη | σέρα | τις | σέρες |
κλητική | σέρα | σέρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική serra
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέρα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σέρα
|
Νέα ελληνικά (el) / Ποντιακά (pnt)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σέρα < ποταμός Σέρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέρα αρσενικό
- ποντιακός χορός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σέρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Χορός (ποντιακά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)