σέρβικα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέρβικα ουδέτερο και σερβικά
μόνο πληθυντικός
- η σέρβικη γλώσσα (καθαρεύουσα: σερβική)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]βλ. σέρβικος