σέρνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέρνομαι: παθητική φωνή του ρήματος σέρνω

Ρήμα[επεξεργασία]

σέρνομαι

  1. έρπω
  2. προχωρώ πολύ αργά, με μεγάλη δυσκολία, με πολύ κόπο
  3. τριγυρίζω κουρασμένα με ανία και χωρίς σκοπό
  4. τραβάω σε μάκρος, διαρκώ μεγάλο χρονικό διάστημα
  5. για αρρώστια που εξαπλώνεται

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]