σέρτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σέρτισσα οι σέρτισσες
      γενική της σέρτισσας των σερτισσών
    αιτιατική τη σέρτισσα τις σέρτισσες
     κλητική σέρτισσα σέρτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σέρτισσα < σέρτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σέρτισσα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη σέρτης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]