σέσκουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σέσκουλο | τα | σέσκουλα |
γενική | του | σέσκουλου | των | σέσκουλων |
αιτιατική | το | σέσκουλο | τα | σέσκουλα |
κλητική | σέσκουλο | σέσκουλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σέσκουλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέσκουλο ουδέτερο
- (φυτό) το λαχανικό με διεθνή επιστημονική ονομασία Beta vulgaris
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- σέσκουλο στη Βικιπαίδεια