σέστο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σέστο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σέστο ουδέτερο
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) καμώματα, χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό:
- Τι σέστα είναι εφκιά = "τι καμώματα είναι αυτά".
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σέστο
|