σήμανσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σήμανσῐς αἱ σημάνσεις
      γενική τῆς σημάνσεως τῶν σημάνσεων
      δοτική τῇ σημάνσει ταῖς σημάνσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σήμανσῐν τὰς σημάνσεις
     κλητική ! σήμανσῐ σημάνσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σημάνσει
γεν-δοτ τοῖν  σημανσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σήμανσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σημαίνω, σημαν- + -σις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σήμανσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. σήμανση, σημάδεμα
  2. συνώνυμο του σημασία

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]