σίγηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σίγηση | οι | σιγήσεις |
γενική | της | σίγησης* | των | σιγήσεων |
αιτιατική | τη | σίγηση | τις | σιγήσεις |
κλητική | σίγηση | σιγήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σιγήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίγηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σίγηση θηλυκό
- η ενέργεια του σιγώ
- η παύση της προφοράς ενός φθόγγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σίγηση
|