σίγουρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίγουρα < σίγουρος
Επίρρημα[επεξεργασία]
σίγουρα
- με σιγουριά, με βεβαιότητα
- ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
- βέβαια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σίγουρα