σίγουρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σίγουρα < σίγουρος
Επίρρημα
[επεξεργασία]σίγουρα
- με σιγουριά, με βεβαιότητα
- ο υποψήφιος αυτός θα είναι σίγουρα ο νικητής
- βέβαια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σίγουρα