σίλφη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σίλφη | οι | σίλφες |
γενική | της | σίλφης | των | σιλφών |
αιτιατική | τη | σίλφη | τις | σίλφες |
κλητική | σίλφη | σίλφες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίλφη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σίλφη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σίλφη θηλυκό
- (αρχαιοπρεπές, εντομολογία) που ανήκει στο ταξινομικό γένος Σίλφη (οικογένεια: Σιλφίδες)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σίλφη
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
σιλφα- | |||||
ονομαστική | ἡ | σίλφη | αἱ | σίλφαι | |
γενική | τῆς | σίλφης | τῶν | σιλφῶν | |
δοτική | τῇ | σίλφῃ | ταῖς | σίλφαις | |
αιτιατική | τὴν | σίλφην | τὰς | σίλφᾱς | |
κλητική ὦ! | σίλφη | σίλφαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σίλφᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | σίλφαιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. Η προσωδία από τον μαρτυρημένο πληθυντικό «σίλφαι». | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σίλφη < (ίσως) προέλευσης από την προελληνική[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σῐ́λφη θηλυκό
- (εντομολογία) είδος κατσαρίδας
- ※ 2ος αιώνας κε Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος (De Natura Animalium), 1, 37, 8–11
- Aἱ σίλφαι καὶ τούτων τὰ ᾠὰ ἀδικοῦσιν. Oὐκοῦν αἱ μητέρες σελίνου κόμην προβάλλονται τῶν βρεφῶν, καὶ ἐκείναις τὸ ἐντεῦθεν ἄβατά ἐστι.
- ※ 2ος αιώνας κε Κλαύδιος Αιλιανός, Περὶ ζῴων ἰδιότητος (De Natura Animalium), 1, 37, 8–11
- (εντομολογία) βρομούσα
- (εντομολογία) είδος σκόρου βιβλίων
- είδος βάρκας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ σίλφη - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές[επεξεργασία]
- σίλφη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σίλφη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Εντομολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την προελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Εντομολογία (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)