σαίρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σαίρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *s-u̯er-
Ρήμα
[επεξεργασία]σαίρω
- (στον ενεστώτα και αόριστο) σκουπίζω, σαρώνω ένα πάτωμα
- (στον παρακείμενο σέσηρα) τραβάω πίσω τα χείλη και δείχνω τα δόντια μου