σαβάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σάβανο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαβάνα οι σαβάνες
      γενική της σαβάνας των σαβανών
    αιτιατική τη σαβάνα τις σαβάνες
     κλητική σαβάνα σαβάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σαβάνα στην Τανζανία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβάνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική savana < ισπανική sabana < ταΐνο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈva.na/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαβάνα θηλυκό

  • (γεωγραφία) μεγάλη έκταση με χαμηλή βλάστηση σε περιοχές της τροπική ζώνης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]