Μετάβαση στο περιεχόμενο

σαβανώνω

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σαβανώνω < σάβανο + -ώνω

σαβανώνω

  • φορώ σε νεκρό το νεκρικό του σάβανο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]