σαβουρομηχανή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαβουρομηχανή οι σαβουρομηχανές
      γενική της σαβουρομηχανής των σαβουρομηχανών
    αιτιατική τη σαβουρομηχανή τις σαβουρομηχανές
     κλητική σαβουρομηχανή σαβουρομηχανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβουρομηχανή < σαβουρο- ( < σαβούρα ) + -μηχανή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαβουρομηχανή θηλυκό

  • (σπάνιο, προφορικό) παλιά μηχανή ή μηχάνημα που δεν αποδίδει / μηχανή κακής ποιότητας
    με την κινέζικη σαβουρομηχανή, οι πτώσεις είναι αμέτρητες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]