σαβουρομηχανή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαβουρομηχανή θηλυκό
- (σπάνιο, προφορικό) παλιά μηχανή ή μηχάνημα που δεν αποδίδει / μηχανή κακής ποιότητας
- με την κινέζικη σαβουρομηχανή, οι πτώσεις είναι αμέτρητες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαβουρομηχανή
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα σαβουρο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μηχανή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)