σαβούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαβούρα οι σαβούρες
      γενική της σαβούρας
    αιτιατική τη σαβούρα τις σαβούρες
     κλητική σαβούρα σαβούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαβούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σαβούρα[1] ή από την ελληνιστική κοινή σε κείμενο του 2ου αιώνα, του Αίλιου Διονύσιου [2] < λατινική saburra < sabulum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sámh₂dʰos < *sem- (εκχέω, χύνω)
→ δείτε τις λέξεις τo τουρκικό και safra, δάνειο μέσω της οθωμανικής από το μεσαιωνικό σαβούρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /saˈvu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σα‐βού‐ρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαβούρα θηλυκό

  1. το σύνολο των βαρών που τοποθετούνται στα πλοίαυποβρύχια) και αερόστατα, προκειμένου ν’ αυξηθεί η ευστάθειά τους
     συνώνυμα: έρμα
  2. (μεταφορικά) κάθε άχρηστο πνευματικό ή υλικό προϊόν
    Το σαββατοκύριακο πέταξα όλη τη σαβούρα από την αποθήκη και κράτησα μόνο τα έπιπλα.
    Προτιμώ να πάω εγώ για ψώνια γιατί αυτός μόνο σαβούρες πάει και φέρνει.
  3. (μεταφορικά, υβριστικό) για άσχημη γυναίκα ή κοπέλα
  4. (μεταφορικά, υβριστικό) για γυναίκα κακής πάστας
    Σε είδανε πάλι στην πλατεία με εκείνη τη σαβούρα
  5. (μεταφορικά) τροφή κακής ποιότητας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διαφορετικής ετυμολογίας:

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σαβούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
    Το λήμμα, με εκτενές σχόλιο για τη διαφορά θετικής-αρνητικής σημασίας για τις συνώνυμες λέξεις έρμα και σαβούρα και τα παράγωγά τους. Στο σχόλιο αναφέρονται πολλοί τύποι της ελληνιστικής και μεσαιωνικής περιόδου.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]